- τερμιτόφιλος
- -η, -ο, Ν1. βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής τερμιτοφιλίας2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόφιλοιβιολ. έντομα που δεν μπορούν να ζήσουν αυτοδύναμα και συμβιώνουν μόνιμα με τους τερμίτες στις φωλιές τών τελευταίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. termitophile (< λατ. termes, -itis «τερηδών» + φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.